-Το σκέφτομαι, μουρμούρισε εκείνη ξαφνιασμένη από τη συνειδητοποίηση αυτή. Το σκεφτόταν, είναι αλήθεια, αλλά ποτέ δεν κοντοστάθηκε να αναλύσει ή να αποδεχτεί τη σκέψη της. Θα έλεγε κανείς ότι με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία την απωθούσε σε δυσπρόσιτα μέρη του μυαλού της.
-Ε, λοιπόν, γιατί δε θέλεις να το κάνουμε; Μαζί. Θα είναι λιγότερο τρομακτικό. Θα είναι σα να πηγαίνουμε μαζί ταξίδι. Θα σου κρατάω το χέρι, θα σε φιλήσω πριν πέσουμε. Θα σε φιλήσω έτσι που δεν σ’ έχει φιλήσει ποτέ κανείς. Ούτε κι εκείνος ο μεγάλος σου ξάδερφος.
-Μα…. Να δούμε μήπως υπάρχει κι άλλος τρόπος. Δε μπορεί να είμαστε οι μόνοι που νιώθουν έτσι. Κάποιοι θα υπάρχουν ακόμα. Αυτοί πως τα καταφέρνουν; Πώς βρίσκουν τις ισορροπίες τους;
-Οι άλλοι δεν είναι σαν κι εμάς. Είναι ξευτίλες, ξεπεσμένοι, προσαρμόζονται, ξεπουλάνε τις ιδέες τους, αυτά που νιώθουν για τη λίγη σιγουριά που τα απλοϊκά πράγματα έχουν να τους προσφέρουν.
-Δίκιο έχεις. Κι εγώ δε θέλω να γίνω σαν τους δικούς μου, πωρωμένη με την τιβι, να πηγαινοέρχομαι σα ζόμπι στη δουλειά και να μιζεριάζω στον καναπέ θρηνώντας τη ζωή που δεν διεκδίκησα ποτέ. Δίκιο έχεις. Να το κάνουμε. Τουλάχιστον η απόφαση θα είναι δική μας.
-Αυτό είναι το κορίτσι μου. Αυτό είναι το αγρίμι που αγαπώ. Ασυμβίβαστο κι ατίθασο.
-Πάμε, λοιπόν.
-Πάμε.
Ο ήλιος έγερνε στη δύση του βάφοντας τον ορίζοντα με το πιο θλιμμένο μαβί που είχαν δει ποτέ. Ο βράχος αγέρωχος τους καλούσε να χαθούν στην αγκαλιά του. Δυο καρδιές που χτυπάνε δυνατά. Δυο χέρια που ενώνονται. Δυο ανάσες που συγχρονίζονται. Έτσι όπως κοιτούσες από την άκρη του βράχου φαινόταν σα να προετοιμαζόσουν να πετάξεις, φανταζόσουν πως θα άνοιγες τα φτερά σου και θα πετούσες στη χώρα της ξεγνοιασιάς, εκεί που ο ήλιος όταν δύει βάφει τον ουρανό στο φουξ της αισιοδοξίας.
-Φίλησέ με.
-Σφίξε με. Δυνατά. Πιο δυνατά, μέχρι να με πονέσει το αγκάλιαμά σου.
-Έτσι να πέσουμε. Αγκαλιασμένοι.
Πλησίαζαν στο χείλος του βράχου. Λίγα μέτρα ακόμα και μετά, όσο διαρκεί μια στιγμή, θα βρίσκονταν στην άβυσσο. Αιώνια μαζί. Ταλαντώνονταν σε ένα ρυθμό που μόνο μέσα στο μυαλό τους μία ηλεκτρική άρπα συνόδευε. Χόρευαν ενωμένοι σε ένα αεροστεγές σχεδόν αγκάλιασμα. Αργά και κυκλικά. Ένιωθε τα δάχτυλά του να μπαίνουν ανάμεσα στα πλευρά της. Ένιωθε την ανάσα της καυτή κάπου εκεί στο λακκάκι κλείδας και ωμοπλάτης γωνία. Ίσως και μια υγρασία από τη μόνιμα υγρή της μύτη. Χαζογέλασε και ξέφυγε λίγο από το σφιχτοδεμένο αυτό γλυπτό ψάχνοντας στην τσέπη του μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα να σκουπίσει την υγρασία της μύτης της. Παραπάτησε λίγο σε ένα πετραδάκι που γλίστρησε πάνω στο σαθρό έδαφος. Έχασε την ισορροπία του. Το χέρι του που ακόμα την κρατούσε, την έσφιξε ακόμα παραπάνω γλιστρώντας στην άκρη του βράχου. Εκείνη ξαφνιάστηκε. Χωρίς να το σκεφτεί, αντανακλαστικά σχεδόν, τίναξε πανικόβλητη το χέρι της σπρώχνοντάς τον γρηγορότερα στο φιλόξενο κενό του βράχου. «Σ’αγαπώωωωωωωωωωωω», της φώναζε πέφτοντας. Ένα σ’ αγαπώ που μύριζε αιωνιότητα, που είχε τη γεύση του μάταιου και την υφή του αληθινού. Εκείνη κοίταξε στην άκρη του βράχου, με χείλη μισάνοιχτα και με μια μύτη που για πρώτη φορά είχε ξαφνικά στεγνώσει, με μάτια απορημένα και βλέφαρα που κάπως τρεμόπαιξαν στον ήχο που το φαράγγι της επέστρεψε με εκκωφαντική ηχώ. Πόσο πιο εύκολο έμοιαζε μ’ εκείνον στο πλάι της.
Έκατσε κάτω κρεμώντας τα πόδια της στο γκρεμό. Δίπλα της κάτι κατακόκκινες ανεμώνες, φύτρωναν πεισματικά στην ξεραΐλα του τοπίου. Δάκρυα καυτά άρχισαν να κυλάν στα μάγουλά της και η μύτη της πλημμύρισε ξανά. Έκλαιγε. Κάποιος είχε ξεκλειδώσει τη βρύση των ματιών της, κάτι είχε εξημερώσει το αγρίμι που κουβαλούσε μέσα της και τώρα γουργούριζε σαν πεινασμένο γατί. Ούτε που κατάλαβε πως πέρασαν οι ώρες. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Πώς να πέσει τώρα; Να μη βλέπει τίποτα; Κι αυτό το φεγγάρι στη χάση του, ισχνό κι αρρωστημένο το φως του. Ποια θα είναι η τελευταία εικόνα που θα αντικρύσουν τα μάτια της; Δεν είχε καν προλάβει να δει το πρόσωπό του. Κι αυτά τ’ αστέρια λάμπουν τόσο όμορφα.
Έμεινε εκεί σχεδόν ακίνητη μέχρι που το μαύρο της νύχτας έδωσε τη θέση του διαδοχικά σε όλη την παλέτα του ροζ, που ποτέ δεν της άρεσε, και του πορτοκαλί της ανατολής. Σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάστροφη του χεριού της. Ρούφηξε τη μύτη της. Έκοψε τις ανεμώνες που από την υγρασία και τις δροσοσταλίδες του πρωινού έμοιαζαν να έχουν δακρύσει. Αφού τις φίλησε όπως ποτέ άνθρωπος δεν έχει φιλήσει λουλούδι , τις πέταξε στη χαράδρα. Σηκώθηκε. Έριξε μια τελευταία ματιά. Γύρισε την πλάτη. Απομακρύνθηκε προς το μεγάλο δρόμο περπατώντας σαν υπνωτισμένη. Ο ήχος μιας κόρνας την επανέφερε στην πραγματικότητα, τα φρένα ενός αυτοκινήτου να στριγγλίζουν, δυο μαύρες γραμμές ζωγραφισμένες στην άσφαλτο κι η μυρωδιά του καμένου.
6 σχόλια:
jesus vradiatika....
Όλες!
ps:Καλώς μας ήρθες Μπίνα Κάρα!
νατανατα μααααας
τι έχει το βράδυ, Marimar? Οι πιο εμπνευστικές ώρες είναι οι βραδινές! Και να φανταστείς το ρολόι πάει λάθος, στις 5πμ το ανέβασα.
Όλες Johny, όλες...
Καλώς σας βρήκα!
Νάτα σας, αρρωστημένο μαυρολούλουδο!
nta3 de 8a logokrinw to ergo sou...synexise kai egw 8a diavazw apo th 3enitia kai 8a se skeftomai!!!
Πολύ ωραίο κείμενο.. Και οι φωτογραφίες, το ανώφελο, το άγχος, η χαρά της ζωής, ο φόβος - όλα αποτυπώνονται πολύ όμορφα μέσα από τόσες λίγες λέξεις..
Δημοσίευση σχολίου