Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Σουμάτρα

Ένιωσα, μια μέρα, ολη την απελπισια της ζωης μας και την περιπλοκοτητα του πεπρωμενου μας. Είδα οτι κανένας δεν πάει εκεί που θέλει και παρατήρησα συνδέσεις που δεν είχα παρατηρησει ποτέ πριν. Εκείνη τη μέρα με προσπέρασαν στο δρόμο κάποιοι απο τη Σενεγαλη και κάποιοι Ανναμίτες, συνάντησα και εναν πάλιο μου φίλο που γυρνούσε απτον πόλεμο. Οταν τον ρωτησα απο που ερχόταν μου απάντησε: απτην Μπουχάρα!
Η μητέρα του στο μεταξύ είχε πεθάνει και την έθαψαν οι γείτονες. Κάποιοι είχαν κλέψει όλα τα έπιπλα απτο σπίτι του. "Ούτε καν κρεβατι για να ξαπλωσω δεν έχω!", μου είπε.
"Τι θα κανεις τώρα?", τον ρώτησα. "Δε ξέρω, ειμαι ολομοναχος. Ξερεις, ήμουν αρραβωνιασμενος. Δεν ξέρω ομως πού έχει πάει. Ισως δεν λάμβανε τα γράμματα μου. Ποιος ξέρει που θα την έχει ρίξει η ζωη? Δεν ξέρω τι θα κανω. Ισως βρω δουλειά σε κάποια τράπεζα."
Ολα αυτα συνέβησαν στο σταθμό του Ζάγκρεμπ. Αργότερα μπήκα σε ένα τρένο και συνεχισα το ταξίδι. Το τρένο ηταν γεμάτο, κύριως με στρατιώτες, ταλαιπωρημενες γυναικες, μπερδεμενα προσωπα. Δεν υπηρχε φως και μπορουσα να δω μονο σκιες. Τα μικρα παιδια ηταν ξαπλωμενα στο πατωμα αναμεσα στα ποδια μας. Ημουν εξουθενωμενος αλλα δεν μπορουσα να κοιμηθω. Ολοι γυρω μου μιλουσαν μεταξυ τους και ξαφνικα παρατηρησα οτι οι φωνες τους ηταν καπως  βαριες. Η ανθρωπινη φωνη ποτε πριν δεν ακουγοταν ετσι. Με τα ματια καρφωμενα στα σκοτεινα παραθυρα του τρενου θυμηθηκα ενα φιλο μου που μου περιεγραφε κάποιες χιονισμενες κορυφες των ουραλιων ορων, οπου ειχε περασει ενα χρονο στην φυλακη. Μου μιλουσε για ωρα, με απαλη φωνη, για αυτο το συγκεριμενο τμημα των ουραλιων.
Και τοτε ενιωσα ολη αυτη τη λευκη,ατελειωτη σιωπη. Και χαμογελασα. Σε ποσα μέρη έχει βρεθει αυτος ο ανθρωπος! Τον θυμαμαι να μου μιλαει για μια γυναικα. Απο την περιγραφη του θυμαμαι μονο το χλωμο της προσωπο. Ειχε επαναλαβει πολλες φορες ποσο χλωμη ηταν την τελευταια φορα που την ειδε.
Τοτε αρχισαν να στροβιλιζουν στο μυαλο μου αγωνιωδως, μερικα προσωπα γυναικων στις οποιες ειχα πει αντιο, καποια προσωπα που συναντησα σε τρενα και πλοια. Αρχισα να πνιγομαι, σηκωθηκα και κατευθυνθηκα προς το διαδρομο. Το τρενο μολις ειχε φτασει στους προποδες των Φρουσκων ορων. Καποια κλαδια δεντρων χτυπουσαν πανω στο σπασμενο τζαμι του παραθυρου.
Μεσα απτο τζάμι, το υγρο, κρυο αρωμα τον δεντρων αρχισε να μπαινει μεσα στο τρενο και μπορουσα να ακουσω τον ηχο απο ενα ρυακι. Σε λιγο σταματησαμε μπροστα απο ενα τουνελ που ειχε καταρρευσει.
Ηθελα να δω το εκεινο το ρυακι που συνεχιζε να ακουγεται μεσα στο σκοταδι. Ειχα την εντυπωση οτι θα ταν κοκκινο. Τα ματια μου ηταν κουρασμενα απτην ελλειψη υπνου και με κατελαβε μια αδυναμια απτο μακρυ ταξιδι. Σκεφτηκα: Κοιτα, πως δεν υπαρχει καμια συνδεση μεσα στον κοσμο. Ο φιλος μου αγαπουσε αυτη τη γυναικα, και αυτη εμεινε μονη της σε ενα σπιτι καλυμμενο απτο χιονι στο Τομπολσκ. Τιποτα δεν μπορεις να κρατησεις. Ακομα και εγω, κι ας εχω βρεθει σε τοσα μερη.
Και ομως, ποσο χαρουμενα κυλαει αυτο το ρυακι. Ειναι κοκκινο. Εγειρα το κεφαλι μου στο σπασμενο παραθυρο. Καποιοι στρατιωτες περπατουσαν στην οροφη απο βαγονι σε βαγονι. Και ολα αυτα τα χλωμα προσωπα, ολη μου η θλιψη εξαφανιστηκαν μεσα στον ηχο απο αυτο το ρυακι. Το τρενο δε μπορουσε να συνεχισει. Επρεπε να σκαρφαλωσουμε το τουνελ στο Σορτανοβτσι και να περπατησουμε ως την αλλη πλευρα.
Εκανε κρυο. Περπατουσα αναμεσα στους αγνωστους επιβατες. Το χορταρι ηταν βρεγμενο, ετσι συχνα γλιστρουσαμε και καποιοι επεφταν. Οταν τελικα σκαρφαλωσαμε το λοφο, ειδαμε απο κατω τον Δουναβη, γκριζο, θολο. Ολη η ομιχλη, πισω απτην οποια υπηρχε μονο μια υπονοια ουρανου, ηταν ατελειωτη. Πρασινοι λοφοι, σαν νησια πανω απτο εδαφος, εξαφανιζονταν στο ξημερωμα. Ειχα μεινει πισω απτους αλλους.
Και οι σκεψεις συνεχιζαν να ακολουθουν το φιλο μου, σε εκεινο το ταξιδι που μου περιεγραφε με καποιο πικρο χιουμορ. Μπλε θαλασσες, σε μακρινα νησια, αγνωστα σε μενα, κοκκινα φυτα και κοραλλια, που ισως τα θυμομουν απτην γεωγραφια, συνεχισαν να στροβιλιζονται στο μυαλο μου.
Τελικα η ηρεμια της ανατολης, αρχισε να με γεμιζει ολοκληρο. Ολα οσα μου ειχε πει ο φιλος μου, κι αυτος ο ιδιος με το σκισμενο στρατιωτικο παλτο του εμειναν στον εγκεφαλο μου για παντα. Ξαφνικα θυμηθηκα τις πολεις, και τους ανθρωπους που ειδα να επιστρεφουν απτον πολεμο. Για πρωτη φορα ενιωσα μια τεραστια αλλαγη στον κοσμο.
Στην αλλη πλευρα του τουνελ, ενα αλλο τρενο μας περιμενε. Παρολο που ειχε ανατειλει στο βαθος, το τρενο ηταν εντελως σκοτεινο. Κουρασμενος καθισα ολομοναχος σε μια γωνια. Αρχισα να επαναλαμβανω καποιες φορες: Σ ο υ μ α τ ρ α, Σ ο υ μ α τ ρ α !
Ολα ειναι μπλεγμενα. Μας εχουν αλλαξει. Θυμομουν πως ηταν η ζωη πριν. Και εσκυψα το κεφαλι μου.
Το τρενο ξεκινησε με εναν βρυχηθμο. Αποκοιμηθηκα με τη σκεψη οτι ολα ειναι τοσο παραξενα, η ζωη και οι τεραστιες αποστασεις μεσα σ'αυτην. Σκεψου ολα τα μερη στα οποια εχει φτασει η αγωνια μας. Ολα τα προσωπα που χαιδεψαμε, κουρασμενοι σε ξενες χωρες. Οχι μονο εγω ή ο φιλος μου, αλλα και ποσοι αλλοι! Χιλιαδες, εκατομμυρια!
Αναρωτηθηκα: Πως θα με υποδεχθει η πατριδα μου? Τα κερασια θα χουν ηδη ωριμασει, τα χωρια θα ναι γεματα χαρα. Κοιτα, πως ακομα και τα χρωματα, απο εδω ως τα αστερια, ειναι ιδια, στις κερασιες και τα κοραλια. Ολα συνδεονται σ'αυτον τον κοσμο. "Σουματρα" ειπα ξανα, κοροιδευτικα προς τον ευατο μου.
Ξαφνικα αρχισα να τρεμω. Μια ταραχη που ακομα δεν ειχα προλαβει να συνειδητοποιησω, με ξυπνησε. Βγηκα στο διαδρομο. Εκανε κρυο εκει. Το τρενο ειχε μεινει ακινητο σε ενα δασος.  Σε ενα βαγονι καποιοι τραγουδουσαν. Καπου, ενα παιδι εκλαιγε. Αλλα ολοι αυτοι οι ηχοι εφταναν σε μενα σαν απο πολυ μακρια. Ενιωσα την πρωινη ψυχρα πανω στο δερμα μου.
Κοιταξα το φεγγαρι, αστραφτερο και χαμογελασα ασυναισθητα. Ειναι παντου στον κοσμο το ιδιο, επειδη δεν εχει ζωη.
Ενιωσα ολη την απελπισια μας, ολη μου τη θλιψη. "Σουματρα" ψιθυρισα.
Αλλα στην ψυχη μου, βαθια μεσα μου, παρολους τους δισταγμους μου, ενιωσα απεραντη αγαπη γι'αυτους τους μακρινους λοφους, τα χιονισμενα βουνα, τις παγωμενες θαλασσες. Για ολα αυτα τα μακρινα νησια. Εχασα το φοβο του θανατου. Εχασα την συνδεση με τον κοσμο γυρω μου. Σαν σε μια τρελη παραισθηση αρχισα να επιπλεω σαυτες τις ατελειωτες πρωινες ομιχλες για να τεντωσω το χερι μου και να χαιδεψω τα μακρινα ουράλια, τις θαλασσες της Ινδιας, εκει οπου ειχε χαθει το κοκκινισμα απτο προσωπο μου. Να χαιδεψω τα νησια, τις αγαπες, τις ερωτευμενες χλωμες φιγουρες. Ολη η πολυπλοκοτητα μετασχηματιστηκε σε μια απιστευτη ηρεμια και ατελειωτη παρηγορια.

Αργοτερα, σε ενα ξενοδοχειο στο Νοβι Σαντ, τα εβαλα ολα σε ενα ποιημα.

Βελιγραδι, 1920

Μιλος Τσερνιανσκι


Τωρα ειμασε ξένοιαστοι, ελαφρεις και τρυφεροί
Σκεφτόμαστε απλως: πόσο ήρεμες είναι οι χιονισμένες
κορυφές των Ουραλίων.


Αν η αναμνηση ενος χλωμου προσωπου,
αυτου που χασαμε ένα βραδυ,
μας κάνει να λυπόμαστε
ξέρουμε οτι κάπου, αντι γι'αυτο ενα ρυακι
κυλάει και ειναι κατακοκκινο.

Κάθε αγάπη, κάθε πρωινό σε μια ξένη χώρα
τυλίγει την ψυχή μας
στην ατελειωτη ηρεμια των μπλε θαλασσων
οπου κοκκινα κοραλλια λαμπυριζουν
οπως τα κερασια της πατριδας μου

Ξυπναμε μεσα στη νυχτα και χαμογελαμε
στο φεγγαρι με το λυγισμενο του τοξο
απλωνουμε το χερι και χαιδευουμε απαλα
αυτους τους μακρινους λοφους
και τα παγωμενα βουνα.