Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Το ένα δέκατο του 8, βα. αλ.


Παρά τη δήλωση του πως αυτό είναι το πρώτο του «λογοτεχνικό ατόπημα», λέγεται πως ο βα.αλ. στην πραγματικότητα έκανε την εμφάνισή του στην έντυπη λογοτεχνία κατά πάσα πιθανότητα το 2004 με τη στήλη No tears for the creatures of the night, στην τελευταία σελίδα του  περιοδικού Το Κιβώτιο[1]. Εκεί, μέσα από έξι σύντομες αφηγήσεις, καταπιάνεται με το αλλοτριωμένο σύμπαν ενός μισθωτού εργαζόμενου σε σούπερ μάρκετ και μας δίνει μια γεύση από τις καθημερινές του διακυμάνσεις: από την αποπνικτική στενότητα του σύντομου διαλείμματος για τσιγάρο ή του πακτωμένου λεωφορείου, μέχρι τις σχεδόν παραισθησιογόνες επιπτώσεις της «μελωδίας της επανάληψης».

Αυτήν τη φορά, επανερχόμενος μια δεκαετία μετά, φαίνεται πως ό,τι μας έλεγε τότε ισχύει ακόμη. Το ένα δέκατο του 8, είναι μια μοντέρνα νουάρ εκδοχή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, με ένα μικρό τουίστ: ο Νικήτας/Ορφέας, είναι ήδη νεκροζώντανος πριν ακόμα να ανακαλύψει την Ιωάννα δολοφονημένη. Και στην σταδιακή κατάβασή του στον Άδη είναι αναγκασμένος να διαπιστώνει σιγά σιγά αυτήν ακριβώς την απουσία ζωής μέσα στη μισθωτή συνθήκη και την καπιταλιστική πόλη. Δεν είναι τυχαίο νομίζω πως το βιβλίο ξεκινά με το πέρας των διακοπών του Νικήτα, οι οποίες -πληρωμένες διακοπές του μισθωτού προλετάριου- είναι σημαντική στιγμή στον κύκλο της εικόνας της κατανάλωσης, μια στιγμή τοποθετημένη στο επέκεινα, de facto επιθυμητή και ως εκ τούτου χρήσιμη για την φετιχοποίηση της πραγματικής διάστασης της αλλοτριωμένης δραστηριότητας[2]. Ο Νικήτας ωστόσο φαίνεται να είναι αμφίθυμος και ψυλλιασμένος για το ρόλο των διακοπών, άλλωστε δεν είναι προλετάριος της μεταπολεμικής Γαλλίας, αλλά τρώει στη μάπα την Ελλάδα της κρίσης. Κι όμως παρόλα αυτά ακόμα ταξιδεύει με αυτήν την ανυπομονησία του ανθρώπου που επιστρέφει στην προσωρινή γαλήνη του μικρού ιδιωτικού του κήπου. Η δολοφονία της Ιωάννας φαίνεται να είναι λοιπόν εκείνο το χαστούκι που τον ξυπνάει από την ψευδαίσθηση, αυτή η βίαιη παραβίαση του τελευταίου καταφυγίου της επιθυμίας του, είναι το γεγονός εκείνο που τον αφήνει έκπληκτο και μουδιασμένο μπροστά στη διαπίστωση πως όλα έχουν υπαχθεί.

Έτσι περιφέρεται στην πόλη σαν τον Στσεγκλώφ προσπαθώντας να αναδιατάξει τα όρια της, να γκρεμίσει τα τείχη της και να διαρρήξει τις άμυνες της. Η άρπα του όμως -ένα cd player που χοροπηδάει μεταξύ πανκ, γκάρατζ, φολκ και σόουλ- αντί να ζωντανεύει τις πέτρες και να ημερεύει τα σκυλιά, φτύνει φωτιά και σφαίρες. Τα τραγούδια που συνοδεύουν το κείμενο, είτε σαν τίτλοι είτε στη ροή του, παίζουν αυτόν το ρόλο: είναι αποτυχημένες απόπειρες να συντηρηθεί ένας κόσμος που έχει ήδη καταρρεύσει, απελπισμένες προσπάθειες ανεύρεσης νοήματος στο παράλογο. Κι όταν οι απόπειρες αποτυγχάνουν οριστικά, ο Νικήτας στο χέρι του δεν κρατά πλέον την άρπα του Ορφέα αλλά το περίστροφο του Μπρετόν, εξαντλημένος και αποφασισμένος να πυροβολήσει το πλήθος …ξεκινώντας βέβαια από μπράβους, ναζί και αφεντικά.     

Το βιβλίο είναι επίσης κι ένα σχόλιο πάνω στην απώλεια, το πένθος, τη μελαγχολία, την οργή, την εκδίκηση και το θάνατο. Σε αυτό το πλαίσιο νομίζω αποκτούν ένα νόημα το αίμα, το σπέρμα, τα δάκρυα και γενικώς όλες οι εκκρίσεις με τη σωματικότητά τους, όπως αυτή βιώνεται από έναν σύγχρονο άνδρα προλετάριο. Ωστόσο θα αφήσω αυτό το δικό μου σχόλιο σύντομο και θα αποφύγω να μπω στα χωράφια της ψυχανάλυσης.

Σε ανύποπτο χρόνο και μάλλον υπό την επήρεια, ο βα.αλ. έχει προβεί στη εξής δήλωση-καρατιά στο στομάχι της μπαουχάουζ:  «θεωρώ τις εικαστικές τέχνες υπερεκτιμημένη υπόθεση»[3], προσπαθώντας μάλλον να επιχειρηματολογήσει υπέρ της πρωταρχικότητας της λογοτεχνίας ή κάτι τέτοιο. Ανακόλουθος ωστόσο στο σημείο αυτό καταφέρνει να εμπνευστεί από τη ρήση του δασκάλου της σχολής που έλεγε πώς η γραμμή ήταν βασικό συστατικό τότε που η γραφή και η ζωγραφική ήταν το ίδιο πράγμα[4] και να φτιάξει ένα κατά τη γνώμη μου πολύ ωραίο εξώφυλλο που προσπαθεί να συντήξει κατά έναν τρόπο τη γραφή του και την εικαστική μορφή. Ένα τρόλεϊ με συγκεκριμένο -πολύ συγκεκριμένο- δρομολόγιο, καθορισμένο από τις ευθείες γραμμές του βιομηχανικού σχεδίου που το τέμνουν και το ορίζουν όπως περίπου οι περιγεγραμμένες ζωές των  (περισσότερων) επιβατών του. Κι ο βα.αλ. που φαίνεται να μισεί τη «φτώχεια της ευθείας γραμμής», την επενδύει με νόημα, τη στολίζει αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για το στοχασμό πάνω στην αλλαγή πορείας και τον εκτροχιασμό.

Αυτό το μικρό σημείωμα δεν ελπίζει να είναι λογοτεχνική κριτική, άλλωστε μου λείπουν τα εργαλεία για κάτι τέτοιο και απ’ ότι φαίνεται μου περισσεύει η προκατάληψη. Είναι απλά και χωρίς πολλά πολλά σιρόπια ένα μικρό ευχαριστώ για τo βιβλίο αυτό που έφτασε με το ταχυδρομείο σαν υπενθύμιση: Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς και να πενθήσουν κι αφοσιωθείτε στο να μείνετε ζωντανοί γιατί έχουμε δρόμο μπροστά[5].





[2] Γκυ, φυσιγκά
[3] Απομαγνητοφωνημένες υποκλοπές συνομιλιών με τον βα.αλ., καλοκαίρι 2012.
[4] Πάουλ Κλεέ, Σημειωματάρια
[5] https://www.marxists.org/archive/marx/works/1843/letters/43_05.htm