Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

πανολεθρίαμβος (buona φουρτούνα)

οι κόρες άνοιξαν σα να ξύπνησε από κώμα
διαστάλθηκαν και έλαμψαν
ανίχνευσαν το χώρο
τον ίδιο γνώριμο χώρο
καρφώθηκαν στο ρολόι
ο ύπνος ήταν απλά ένα ανοιγόκλειμα των βλεφάρων
η ίδια βαριά ατμόσφαιρα της νύχτας
η αβεβαιότητα κόκκαλα δεν έχει
και κόκκαλα τσακίζει
η ζωική ορμή που σπάει τον τοίχο
και προσκρούει στον επόμενο
λες και όλο το σύμπαν τον κρατά αλυσοδεμένο
πάνω στη φλόγα της λαχτάρας
βράζει το αίμα
ο πρωινός καφές παλεύει με τη δύσπνοια
και κερδίζει
χρόνο
η αντιφατική κίνηση του κόσμου είναι κομμάτι του
η μέρα αναπαράγεται με καρμπόν
μα τα γράμματα σήμερα είναι κάπως θαμπά
το πεπερασμένο τον ξαπλώνει
Σολομώντεια ματαιότης
το πεπερασμένο τον σηκώνει
δεν υπάρχει δεύτερη φορά ρε μαλάκα
η ματιά στον καθρέφτη είναι ταυτόχρονα
στηθάγχη και βάλσαμο
η εποχή θα μας πάρει όλους μαζί της
ή το σίκουελ προηγούμενων οδυρμών θα το κόψουμε στη μέση
η ιστορία του τέλους της ιστορίας
ήταν μια ιστορία για παιδιά
στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
αφού τα μπουντρούμια τα χτίζουν σε ανοιχτωσιές
ένας θόρυβος ακούγεται
και λόγια
'when everyone you have ever loved is finally gone
when everything you have ever wanted is finally done with
when all of your nightmares are for a time obscured
as by a shining brainless beacon
or a blinding eclipse of the many terrible shapes of this world
when you are calm and joyful
and finally entirely alone
then in a great new darkness
you will finally execute your special plan'
pause
κατεβαίνει τρέχοντας από τις σκάλες
περιφέρει τη σάρκα του στη μητροπολιτική λιτανεία
κάθε βήμα ένα φάλτσο σφύριγμα
κάθε σκιά μια παράξενη γκραβούρα
θα 'ναι σαν πρέζα η καταστροφή αυτού του κόσμου
επώδυνη
μα και γλυκιά
play

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Αγαπημένο μου στομαχάκι

Burb, burp, burp...
Έφαγα πολύ
Την επόμενη φορά που θα ρευτώ έτσι δυνατά θα ξεράσω το στομαχι μου και θα το πετάξω στα μούτρα όσων με σέρβιραν (κουφάλες...)
Ρεύομαι.
Πολύ ρεύομαι.
Δεν κοιμάμαι πάνω από 4-5 ώρες το βράδυ γιατί παλινδρομεί το φαγί και μου 'ρχεται εμετός και ξυνίλα.
Και τα πρωινά ρεύομαι, ρεύομαι και κλάνω μέχρι να φτύσω ένα κιλό πράσινα σάλια με γαστρικά υγρά στο νιπτήρα.
Ρεύομαι και πονάω παντού γιατί ρεύομαι δυνατά και ηχηρά.
Τόσο πολύ που δε θα ξαφνιαστώ καθόλου αν αρχίσουν ένα ένα τα όργανά μου να σκάνε μύτη από το στόμα μου έτσι λίγο χορευτικά και τσαχπίνικα.
Ρεύομαι και σφίγγεται το στομάχι μου.
Κι αφού χυθεί στο πάτωμα κι αυτό , σειρά έχουν το συκώτι, το πάνκρεας, ο σπλήνας και στο τέλος, άμα δεν έχει δοθεί λύση μέχρι τότε, μέτρο-μέτρο τα αντερα.
"Οι άνθρωποι είναι σακούλες κρέατος που μέσα τους κολυμπάνε όλα τα όργανά τους."

Ρεύομαι.
Και κλάνω.
Και τελειωμό δεν έχει αυτή η ιστορία.
Και δεν είναι ότι με ενοχλεί τόσο πολύ πια η μπόχα που βγαίνει
τα μαλόξ που είναι ατυχώς ανεπαρκή
το κάψιμο στον οισοφάγο
Όχι δε με ενοχλεί που δεν έχω "αληθινό πρόβλημα" όπως λέει κάποιος/α επειδή τα παιδιά στην αφρική πεινάνε
Όχι δε με ενοχλεί που από το σφίξιμο να μη ρευτώ χεκλάνω
Το ρεψιμο με ενοχλεί.
Που δεν μπορώ να χαρώ ένα πιτόγυρο.
Το ρέψιμο με ενοχλεί και το ότι δεν έχω και πολύ κύρος με τέτοια μούτρα.
Πάω να πω μια σοβαρή κουβέντα με έναν άνθρωπο και κάτι διακοπές που καταπίνω το ρέψιμο, κάτι η μπόχα που απλώνεται παντού,
το χάνουμε το παιχνίδι.

Να φύγει η βαρυστομαχιά.
Ρεύομαι και κλάνω τόσο δυνατά που, κάθε φορά, σκέφτομαι ένα φίλο που έλεγε:
Τι καλά να ημασταν βάτραχοι!



Οι βάτραχοι όταν βαρυστομαχιάζουν ξερνάνε για να ανακουφιστούν. Επειδή οι συνδεσμοι είναι χαλαροί και το στόμα μεγάλο όμως, βγαίνει και το στομάχι από το ζόρισμα. Αφού συνέρθουν και το καθαρίσουν, το ξαναβάζουνε μέσα. Συχνά δημιουργείται η λανθασμένη εντύπωση ότι οι βάτραχοι είναι δεξιόχειρες επειδή χρησιμοποιούνε πιο πολύ το δεξί μπροστά άκρο για τον καθαρισμό του στομαχιού.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Αγαπημένε μου αδενοϊέ 7,

Γκουχ γκουχ γκουχ.
Και ξανά πάλι.
Την επόμενη φορά που θα βήξω έτσι δυνατά θα ξεράσω την καρδιά μου και θα την πετάξω στα μούτρα όσων με καταράστηκαν (κουφάλες...).
Βήχω.
Πολύ βήχω.
Δεν κοιμάμαι πάνω από 4-5 ώρες το βράδυ γιατί δεν αναπνέω από τη μύτη και αρχίζω και βήχω.
Και τα πρωινά βήχω, βήχω και ξαναβήχω μέχρι να φτύσω ένα κιλό πράσινα γκρι φλέματα στο νιπτήρα που με φιλοξενεί.
Βήχω και πονάω παντού γιατί βήχω δυνατά και σκληρά.
Τόσο πολύ που δε θα ξαφνιαστώ καθόλου αν αρχίσουν ένα ένα τα όργανά μου να σκάνε μύτη από το στόμα μου έτσι λίγο χορευτικά και τσαχπίνικα.
Βήχω και σφίγγεται η καρδιά μου.
Κι αφού χυθεί στο πάτωμα κι αυτή η καψερή, σειρά έχουν το συκώτι, το πάνκρεας, ο σπλήνας και στο τέλος, άμα δεν έχει δοθεί λύση μέχρι τότε, ένα ένα τα πνευμόνια.
"Οι άνθρωποι είναι σακούλες κρέατος που μέσα τους κολυμπάνε όλα τα όργανά τους."

Βήχω.
Και ξαναβήχω.
Και τελειωμό δεν έχει αυτή η ιστορία.
Και δεν είναι ότι με ενοχλεί τόσο πολύ πια η μύξα που τρέχει
τα χαρτομάντηλα που είναι ατυχώς ανεπαρκή
ο πονοκέφαλος στο αριστερό μέτωπο
Όχι δε με ενοχλεί που δεν έχω "αληθινό πυρετό" όπως λέει κάποιος/α
Όχι δε με ενοχλεί που συνεχώς και μονίμως το δεξί μου μάτι κλαίει μοναχό του με κάτι δάκρυα χοντρά
Όχι
Ο βήχας με ενοχλεί.
Που δεν μπορώ να χαρώ ένα τσιγάρο.
Ο βήχας με ενοχλεί και το ότι δεν έχω και πολύ κύρος με τέτοια μούτρα.
Πάω να πω μια σοβαρή κουβέντα με έναν άνθρωπο και κάτι η ένρινη φωνή, κάτι το κλάμα από το ένα μάτι, κάτι η μύξα που απλώνεται παντού,
το χάνουμε το παιχνίδι.

Να φύγει ο βήχας.
Βήχω τόσο δυνατά που, κάθε φορά, σκέφτομαι ένα φίλο που έλεγε:
"Όλα είναι λίγο πολύ ωραία εκεί εξώ αλλά εγώ αυτό που θέλω να κάνω είναι να ξεράσω ολόκληρη την πρωινή μου αηδία στον πλανήτη σας, στις ζωούλες σας, στα παιδιά και τις γάτες σας, στις μάνες σας και στ' αυτοκίνητά σας, στα όνειρά σας και σ' όλα τα πρώτα σας ραντεβού, στα συννεφάκια σας και τις φούσκες σας, στα σχέδια που κάνετε για τον άλλο μήνα και στη στάση που περιμένετε ένα λεωφορείο που δε θα έρθει, στους καφέδες με τους γαμάτους φίλους σας.
Και θέλω τα ξερατά μου να κολλήσουν για τα καλά στα μαλλιά όλων σας και να γεμίσουν οι τσατσάρες και οι βούρτσες σας με κομμάτια από το μουσακά που έφαγα χθες. Θέλω να σας βλέπω όταν θα κλαίτε επειδή λερώθηκαν τα όμορφα φορέματά σας και τα καινούρια μπουφάν σας γιατί τότε, όταν θα έχουν πρηστεί τα μάτια σας από το κλάμμα και θα τσούζουν από το τρίψιμο, θα τη βγάλω έξω και θα σας κατουράω δυο ώρες."

Βέβαια εγώ δε το κόβω να ξερνάω άμεσα αλλά από τον πολύ το βήχα το πνευμόνι έτσι όπως θα μου φύγει σίγουρα θα φροντίσω να το πετάξω εκεί που αρμόζει.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

φρομ ντασκ τιλ ντον

-Το σκέφτεσαι ποτέ; Πες μου, τη ρώτησε φαλτσάροντας στο τέλος της φράσης. Δεν είχε ακόμα συνηθίσει την αντρική φωνή που το πέρασμα της εφηβείας του είχε αφήσει.

-Το σκέφτομαι, μουρμούρισε εκείνη ξαφνιασμένη από τη συνειδητοποίηση αυτή. Το σκεφτόταν, είναι αλήθεια, αλλά ποτέ δεν κοντοστάθηκε να αναλύσει ή να αποδεχτεί τη σκέψη της. Θα έλεγε κανείς ότι με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία την απωθούσε σε δυσπρόσιτα μέρη του μυαλού της.

-Ε, λοιπόν, γιατί δε θέλεις να το κάνουμε; Μαζί. Θα είναι λιγότερο τρομακτικό. Θα είναι σα να πηγαίνουμε μαζί ταξίδι. Θα σου κρατάω το χέρι, θα σε φιλήσω πριν πέσουμε. Θα σε φιλήσω έτσι που δεν σ’ έχει φιλήσει ποτέ κανείς. Ούτε κι εκείνος ο μεγάλος σου ξάδερφος.

-Μα…. Να δούμε μήπως υπάρχει κι άλλος τρόπος. Δε μπορεί να είμαστε οι μόνοι που νιώθουν έτσι. Κάποιοι θα υπάρχουν ακόμα. Αυτοί πως τα καταφέρνουν; Πώς βρίσκουν τις ισορροπίες τους;

-Οι άλλοι δεν είναι σαν κι εμάς. Είναι ξευτίλες, ξεπεσμένοι, προσαρμόζονται, ξεπουλάνε τις ιδέες τους, αυτά που νιώθουν για τη λίγη σιγουριά που τα απλοϊκά πράγματα έχουν να τους προσφέρουν.


-Δίκιο έχεις. Κι εγώ δε θέλω να γίνω σαν τους δικούς μου, πωρωμένη με την τιβι, να πηγαινοέρχομαι σα ζόμπι στη δουλειά και να μιζεριάζω στον καναπέ θρηνώντας τη ζωή που δεν διεκδίκησα ποτέ. Δίκιο έχεις. Να το κάνουμε. Τουλάχιστον η απόφαση θα είναι δική μας.


-Αυτό είναι το κορίτσι μου. Αυτό είναι το αγρίμι που αγαπώ. Ασυμβίβαστο κι ατίθασο.

-Πάμε, λοιπόν.

-Πάμε.

Ο ήλιος έγερνε στη δύση του βάφοντας τον ορίζοντα με το πιο θλιμμένο μαβί που είχαν δει ποτέ. Ο βράχος αγέρωχος τους καλούσε να χαθούν στην αγκαλιά του. Δυο καρδιές που χτυπάνε δυνατά. Δυο χέρια που ενώνονται. Δυο ανάσες που συγχρονίζονται. Έτσι όπως κοιτούσες από την άκρη του βράχου φαινόταν σα να προετοιμαζόσουν να πετάξεις, φανταζόσουν πως θα άνοιγες τα φτερά σου και θα πετούσες στη χώρα της ξεγνοιασιάς, εκεί που ο ήλιος όταν δύει βάφει τον ουρανό στο φουξ της αισιοδοξίας.

-Φίλησέ με.

-Σφίξε με. Δυνατά. Πιο δυνατά, μέχρι να με πονέσει το αγκάλιαμά σου.

-Έτσι να πέσουμε. Αγκαλιασμένοι.

Πλησίαζαν στο χείλος του βράχου. Λίγα μέτρα ακόμα και μετά, όσο διαρκεί μια στιγμή, θα βρίσκονταν στην άβυσσο. Αιώνια μαζί. Ταλαντώνονταν σε ένα ρυθμό που μόνο μέσα στο μυαλό τους μία ηλεκτρική άρπα συνόδευε. Χόρευαν ενωμένοι σε ένα αεροστεγές σχεδόν αγκάλιασμα. Αργά και κυκλικά. Ένιωθε τα δάχτυλά του να μπαίνουν ανάμεσα στα πλευρά της. Ένιωθε την ανάσα της καυτή κάπου εκεί στο λακκάκι κλείδας και ωμοπλάτης γωνία. Ίσως και μια υγρασία από τη μόνιμα υγρή της μύτη. Χαζογέλασε και ξέφυγε λίγο από το σφιχτοδεμένο αυτό γλυπτό ψάχνοντας στην τσέπη του μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα να σκουπίσει την υγρασία της μύτης της. Παραπάτησε λίγο σε ένα πετραδάκι που γλίστρησε πάνω στο σαθρό έδαφος. Έχασε την ισορροπία του. Το χέρι του που ακόμα την κρατούσε, την έσφιξε ακόμα παραπάνω γλιστρώντας στην άκρη του βράχου. Εκείνη ξαφνιάστηκε. Χωρίς να το σκεφτεί, αντανακλαστικά σχεδόν, τίναξε πανικόβλητη το χέρι της σπρώχνοντάς τον γρηγορότερα στο φιλόξενο κενό του βράχου. «Σ’αγαπώωωωωωωωωωωω», της φώναζε πέφτοντας. Ένα σ’ αγαπώ που μύριζε αιωνιότητα, που είχε τη γεύση του μάταιου και την υφή του αληθινού. Εκείνη κοίταξε στην άκρη του βράχου, με χείλη μισάνοιχτα και με μια μύτη που για πρώτη φορά είχε ξαφνικά στεγνώσει, με μάτια απορημένα και βλέφαρα που κάπως τρεμόπαιξαν στον ήχο που το φαράγγι της επέστρεψε με εκκωφαντική ηχώ. Πόσο πιο εύκολο έμοιαζε μ’ εκείνον στο πλάι της.

Έκατσε κάτω κρεμώντας τα πόδια της στο γκρεμό. Δίπλα της κάτι κατακόκκινες ανεμώνες, φύτρωναν πεισματικά στην ξεραΐλα του τοπίου. Δάκρυα καυτά άρχισαν να κυλάν στα μάγουλά της και η μύτη της πλημμύρισε ξανά. Έκλαιγε. Κάποιος είχε ξεκλειδώσει τη βρύση των ματιών της, κάτι είχε εξημερώσει το αγρίμι που κουβαλούσε μέσα της και τώρα γουργούριζε σαν πεινασμένο γατί. Ούτε που κατάλαβε πως πέρασαν οι ώρες. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Πώς να πέσει τώρα; Να μη βλέπει τίποτα; Κι αυτό το φεγγάρι στη χάση του, ισχνό κι αρρωστημένο το φως του. Ποια θα είναι η τελευταία εικόνα που θα αντικρύσουν τα μάτια της; Δεν είχε καν προλάβει να δει το πρόσωπό του. Κι αυτά τ’ αστέρια λάμπουν τόσο όμορφα.

Έμεινε εκεί σχεδόν ακίνητη μέχρι που το μαύρο της νύχτας έδωσε τη θέση του διαδοχικά σε όλη την παλέτα του ροζ, που ποτέ δεν της άρεσε, και του πορτοκαλί της ανατολής. Σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάστροφη του χεριού της. Ρούφηξε τη μύτη της. Έκοψε τις ανεμώνες που από την υγρασία και τις δροσοσταλίδες του πρωινού έμοιαζαν να έχουν δακρύσει. Αφού τις φίλησε όπως ποτέ άνθρωπος δεν έχει φιλήσει λουλούδι , τις πέταξε στη χαράδρα. Σηκώθηκε. Έριξε μια τελευταία ματιά. Γύρισε την πλάτη. Απομακρύνθηκε προς το μεγάλο δρόμο περπατώντας σαν υπνωτισμένη. Ο ήχος μιας κόρνας την επανέφερε στην πραγματικότητα, τα φρένα ενός αυτοκινήτου να στριγγλίζουν, δυο μαύρες γραμμές ζωγραφισμένες στην άσφαλτο κι η μυρωδιά του καμένου.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

παγωτό, συνειρμοί, μουσική σχιζοφρένεια, ανακύκλωση, αυτοαναφορικότητα.

Παγωτό σοκολάτα σε χωνάκι μες στο Νοέμβρη.
Δάγκωσε.
Πονάει το δόντι μου, δεν μπορώ να δαγκώσω.
Δάγκωσε απ'την άλλη μεριά.
Αφού σε βλέπω ότι θες.
Είσαι γεμάτος σοκολάτα.
Το έτρωγα πάνω στο ποδήλατο καθώς ερχόμουν.
Δε θέλω κάτι το εξωπραγματικό.
Μια τυχαία συνάντηση και ένα παγωτό σοκολάτα μέσα σε μια κατάληψη και θα μαι οκ.
Κατά το "μια τυχαία συνάντηση και μια μπύρα" απτο φώτομπλογκ.

Και μετα το παγωτό θυμήθηκα τη σουρεαλιστική κρέμα του φλογάτου παγωτού της λένας πλάτωνος.

Και έτσι έβαλα να ακούσω ξανά το σαμποτάζ.
Τη πρώτη φορά που είχα ακούσει αυτό το δίσκο είχα κολλήσει με το κοπερτί.



Αυτή τη φορά έπαιζε στο ριπίτ η βόλτα στο σούπερ μάρκετ.



"Αγάπη θέλω, αγάπη..σαν μια βιολέτα μέσα σε σπρέι αποσμητικό.."

Και ώ τι σύμπτωση, διαβάζω και αυτό το ποίημα και μετά από λίγη ώρα πέφτω και πάνω σε αυτό το τραγούδι:



"Some people go out and buy stuff they've seen in books
I don't need no leather jacket baby, I'm warm
when I'm with you"

Βέβαια απτους deus με κόλλησε ο Α. και δεν μπορώ να σταματήσω να ακούω αυτό:



"I'm just the one, that makes you think of the one
that makes you feel like you're the one"

Είναι αυτό που σου κάθεται ένα τραγούδι και σου κάνει κατάληψη κανονικά.
Το τραγουδάς όλη μέρα.

Για να μη πω για το ederlezi που μας κατέλαβε προχθές με τη Θ.



Ο τζώνυ με πληροφόρησε ότι το χει κάνει με ελληνικούς στίχους η πρωτοψάλτη.
Το άκουσα αλλά καθόλου δεν μου άρεσε.



Δεν έχει κανένα νόημα το παραπάνω ποστ.
Απλά μουσική έχει.
Που μεταδίδεται σαν επιδημία.
Μουσική σχιζοφρένεια που λέει κι ο Β.
Και ανακυκλωμένα ποστ άλλων μπλογκ.
Θα μπορούσα και να μη το ανεβάσω τώρα που το σκέφτομαι.
Τώρα δε το σβήνω όμως.
Ας πάει.
Όταν το διαβάσει το Κ.Υ. Παλ θα πει οτι ξενερώνει να μπαίνει στο μπλογκ και να βλέπει ανεβασμένα τραγούδια.
Κι όταν το διαβάσει ο Τζών θα πει ότι πάλι ανέβασα αυτοαναφορικό ποστ.
Και δίκιο θα χει.
Ας αφήσω τον υπολογιστή για σήμερα.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Αγαπητό ημερολόγιο


"Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κοντοστάθηκε στο κατώφλι περιμένοντας ν' ακούσει ένα λυγμό, μια κίνηση, ένα σώριασμα. Τίποτε. Σιωπή. Κατεβαίνοντας στη σκάλα, ο Ανρί σκεφτόταν αυτά τα σκυλιά που τους κόβουν τις φωνητικές χορδές πριν τα υποβάλλουν στο μαρτύριο της ζωοτομίας. Μέσα σ' όλο τον κόσμο ούτε ένα ίχνος του πόνου τους. Θα ταν λιγότερο αβάσταχτο αν τ' άκουγες να ουρλιάζουν." [οι μανδαρίνοι-σιμόν ντε μποβουάρ]

το παραπάνω βιβλίο μου φάνηκε εξαιρετικά φλύαρο. θα μπορούσε να είχε γράψει ότι έγραψε στις μισές σελίδες και να μη ξοδέψει ούτε το χαρτί ούτε το χρόνο μου. θα μου πεις βέβαια αμα ήθελες να μη το διάβαζες, δεν είσαι υποχρεωμένος να υφίστασαι τη μαλακία του καθενός, αλλά μάλλον το έκανα και για λόγους εκπαιδευτικούς παρά για αναψυχή και μόνο. οι διθύραμβοι στο οπισθόφυλλο και τα βραβεία και τα λοιπά επίσης υπερβολικά μου φάνηκαν. το απόσπασμα όμως αυτό μου κόλλησε. αφενός γιατι δεν είχα υπόψιν μου αυτή την πρακτική με τις φωνητικές χορδές κι αφετέρου γιατί η ζωοτομία και οι τέχνη είναι δυο κατηγορίες που προσφέρονται για συνειρμούς. Θυμήθηκα λοιπόν εκείνο τον ηλίθιο που είχε βάλει ένα σκυλί να πεθάνει της πείνας και το ονόμασε τέχνη, θυμήθηκα τον ντεμιαν χιρστ με τον καρχαρία του και τα άλλα σφάγια, τον οττο μιουλ και τις περφόρμανς του με τα σφαγμένα πουλερικά. Σκέφτηκα επίσης τη μαργαρίτα καραπάνου να μιλάει για τους γάλλους υπαρξιστές και λοιπούς καλλιτέχνες και σκέφτηκα ότι για να είσαι καλλιτέχνης πρέπει να είσαι αναγκαστικά και λίγο "ζωοτόμος". Αν μάλιστα εντάξεις στα πειράματά σου και μερικούς ανθρώπους η αναγνώριση και η καταξίωση είναι σίγουρη.

Ένα βιβλίο που παρουσιάζει πολύ καλύτερα τη ζωή αυτού του ανθρώπινου υποείδους, των "διανοουμένων", αν και μιας άλλης εποχής είναι το white noise του DeLillo. Εκτυλίσεται στην αμερική του ογδόντα με φόντο τα σενάρια περί πυρηνικής καταστροφής. Νομίζω ότι όσοι απο μας έχουμε πάρε δώσε με τέτοιους ανθρώπους, θα τους αναγνωρίσουμε σίγουρα μέσα σε αυτό το βιβλίο, τις ανησυχίες τους, τον τρόπο που σκέφτονται κ.λ.π. Που και που μπορεί να βρούμε και στοιχεία του εαυτού μας, εγώ το έπαθα πάντως και χασκογελούσα με τη δεξιοτεχνία με την οποία περνάει μια λεπτή ειρωνία μέσα στο κείμενο. Στο κεφάλαιο για το αντιπυρηνικό κίνημα στο Midnight Oil στο οποίο συμμετείχε σημαντικό μέρος του διανοητικού προλεταριάτου των περιχώρων των πόλεων της αμερικής , έχει μια πολύ ωραία κριτική για την καταστροφολογία. Για το πως ο διανοούμενος προσπαθεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη του και να διασώσει την αναγκαιότητά του κοινωνικού του ρόλου. Κι αυτό τώρα μου ήρθε....

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους

Ύστερα από μια ακόμη συνέλευση σχολής για την 17η Νοεμβρίου,
ύστερα από φωνές και γαβγίσματα, όπου αν δεν έχεις φωνή να γαβγίσεις δεν μπορείς να υπάρξεις μέσα σε αυτήν,
αλλά ξέρεις πως κάποια στιγμή πρέπει να ξεπεράσεις αυτό το φόβο των σκυλιών
και ύστερα από τη 10η φορά μέσα στην ίδια μέρα που άκουσαμε το πόσο επίκαιρο είναι το σύνθημα "ψωμί, παιδεία, ελευθερία"
μια φίλη μου έστειλε αυτό:

τριαντάφυλλα στο παράθυρο by fruto5

Τριαντάφυλλα στο παράθυρο

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας
Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευση των υπαρχόντων
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας….

Ανδρέας Εμπειρίκος

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Τούμπανο, το <ουσ.>

Σε σχέση με κάποιον σχετικό με φυσική είμαι σχετικά άσχετος από θεωρία της σχετικότητας. Σχετικά άσχετος είμαι και από τις τελετουργίες που αφορούν την ανδρική κοινότητα καθώς σπάνια συναναστράφικα με αμιγώς ανδρικές παρέες. Για παράδειγμα μου είναι αρκετά άγνωστες οι πρακτικές του καμακιού, ή των "φιλοφρονήσεων" περαστικών κορασίδων του τύπου, τι μωρό είσαι εσύ, τι κωλάρα είναι αυτή, άλογο κ.λ.π. Η λέξη άλογο ας πούμε -αν και όταν την πρωτοάκουσα μου έκανε εντύπωση- δεν έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς είναι προφανής η καταγωγή της, αφορά ίσως μια αναφορά στα ψηλά πόδια, στο "θέλω να σε καβαλήσω", ή στο υποτιμιτικό α-λογο σε περίπτωση που ο σχολιαστής έχεις γλωσσολογικές ανησυχίες. Η λέξη λοιπόν που μελετούμε στο παρόν πόστ προέκυψε μετά από την ανάγνωση δύο τευχών του περιοδικού MAXIM. Δεν το είχα ξαναδιαβάσει -ομολογώ το σφάλμα μου- αλλά από ότι φαίνεται αν έχεις διαβάσει ένα τεύχος είναι σαν να τα έχεις διαβάσει όλα. Φτάνοντας λοιπόν στην στήλη "ερωτηματολογιο ημίγυμνων κορασίδων",και επί του προκειμένου στην ερώτηση "τι σου φωνάζουν στο δρόμο;" συνάντησα δις τη λέξη "τούμπανο".

Μέχρι πρότινος στο ταπεινό λεξιλόγιο μου η εν λόγω λέξη αφορούσε μόνο κάποιο μουσικό όργανο και κάποια ομοιάζοντα του, ανήκοντα στην οικογένεια των κρουστών, αλλά και τον τύπο που γυμνάζεται υπερβολικά και έχει φουσκώσει τους μυες του σώματός του. Μην μπορώντας να καταλάβω πως αυτό θα μπορούσε να αφορά μια γυναίκα που περιδιαβαίνει αμέριμνη, έκανα ενδελεχή γλωσσολόγικής έρευνα, έβαλα δηλαδή στη μηχανή του γκουγκλ τη λέξη τούμπανο. Ιδού τα αποτελέσματα: www.google.gr/images

Το οξυδερκές πνεύμα μου και το αετίσιο μάτι μου λοιπόν, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η λέξη τούμπανο αναφερόμενη σε γυναίκα αφορά το μέγεθος των στηθών και των οπισθίων της κατ' αναλογία με το μέγεθος των μυών γυμναζομένου τινός ανδρός. Το συμπέρασμα αυτό μου επιβεβαίωσε μερικές μέρες αργότερα ο βαλάντης, δείχνοντα μου το παρακάτω βίντεο-κλιπ, λέγοντάς μου "αυτό είναι το αγαπημένο μου βίντεοκλιπ, από αυτά με γυναίκες. Δες φίλε, ο ορισμός του τούμπανου" : http://www.youtube.com/watch?v=L_fCqg92qks

Όπως ενδεχομένως θα παρατήρησε ο προσεχτικός αναγνώστης, η λέξη τούμπανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για οπλισμό, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, για την περιφερειακή οργάνωση νοτιοδυτικής ελλάδος της χρυσής αυγής, αλλά και για τον κυριάκο μητσοτάκη.

Υ.Γ. συγγνώμη για τα πορνογραφικά λινκ αλλά το έκανα για χάρη της επιστήμης
Υ.Γ.2 το γλωσσολογικό μάθημα της εβδομάδος ήταν μια προσφορά του εκπαιδευτικού παραρτήματος του gourmet-prolet

Απλη ασυμφωνία χαρακτηρων

"Ο Γκέοργκ άλλαξε από τότε που μπήκε στο στρατό.Το γεγονός ότι ο πατέρας του ακριβώς; εκείνη την εποχή είχε περιπέσει σε δυσκολίες, πάνω απ' όλα όμως εκείνη η "βαρεμάρα, αυτή η απερίγραπτη βαρεμάρα του στρατού", είχαν πλήξει άσχημα τον καλό και υγιή νεαρό, που ήταν εργατικός και γεμάτος από τη χαρά της ζωής, τον άλλαξαν, "τον έκαναν κακό, σχεδόν κακότροπο". Ο εισαγγελέας ευγενικά αλλά σταθερά, διέκοψε τον ιερέα και είπε πως κάποιος ο οποίος μέσω της θητείας του σε έναν δημοκρατικό θεσμό όπως ο ομοσπονδιακός έγινε κακος, ναι κακότροπος - πράγμα βέβαια που μπροστά στα φρονήματα και το βιογραφικό της συνολικής φιλοσοφίας ζωής του πατέρα γκρουλ, όπως παρουσιάστηκε εδώ, δεν τον εκπλήσει-, θέλει δηλαδή να πει ότι όποιος έγινε εκεί κακότροπος θα πρέπει να είχε κάποια ορισμένη προδιάθεση γι' αυτό και η ερώτησή του προς το σεβαστό ιερέα: Πως ακριβώς εκδηλώθηκε η κακοτροπία του νεαρού Γκρουλ; Ο ιερέας εξίσου σταθερά και ευγενικά όπως και ο εισαγγελέας διαφώνησε με την άποψή του για την προδιάθεση που χρειάζεται ένας νέος άνθρωπος για να γίνει κακός, ναι , κακότροπος, μέσω της στρατιωτικής θητείας. Τίποτα δεν είναι πιο καταστρεπτικό για έναν νέο άνθρωπο από την παρατήρηση και την εμπειρία μιας τέτοιας τεράστιας οργάνωσης, η σημασία της οποίας συνίσταται στην παραγωγή παράλογων ματαιοτήτων, σχεδόν του απολύτου μηδενός, δηλαδή του παραλόγου. Αυτή είναι η άποψή του για την υπόθεση και άλλωστε πρέπει και αυτός ο ίδος να είχε μια προδιάθεση προς την κακοτροπία αφού , το 1906 όταν υπηρέτησε ένα χρόνο ως εθελοντής στο πυροβολικό, η εμπειρία του από τη στρατιωτική ζωή ήταν ένα "κακόβουλος πειρασμός του μηδενισμού".
[...]
"Ο στόλφους τον ρώτησε επίσης γιατί έγινε στρατιώτης. Εκείνος απάντησε ότι είχε δώσει εξετάσεις και είχε αρχίσει να σπουδάζει Κοινωνιολογία. Μετά όμως λογάριασε τις απολαβές στον ομοσπονδιακό στρατό, έλαβε υπόψιν του επίσης τον αργό ρυθμό εργασίας σε αυτόν και έφτασε στο συμπέρασμα ότι, αν υπηρετήσει τουλάχιστον δώδεκα χρόνια, θα απολυθεί στα τριάντα του με μια ζουμερή αποζημίωση. Αν δε εντωμεταξεί έχει μαζέψει και οικονομίες θα μπορεί στη συνέχεια να ανοίξει ένα γραφείο στοιχημάτων. [...] Λίγο προτού πραγματικά αναγκαστεί ο πρόεδρος να τον διακόψει, είπε ακόμα πως στο στρατό λατρεύει ακριβώς αυτή τη συμπυκνωμένη βαρεμάρα. ¨οταν με βαρεμάρα και σχεδόν με απραξία λάποιος κερδίζει χρήματα και στο τέλος αποκτά και μια παχυλή αποζημίωση, ναι , αυτό είναι πολύ ευχάριστο. [...] εκτός αυτού έχει ανακαλύψει ότι η βαρεμάρα και η απραξία -εκτός βέβαια από ορισμένες χημικές ενώσεις- είναι τα καλύτερα ερεθιστικά, που ονομάζονται και αφροδισιακά, και για ερωτικά, δηλαδή σεξουαλικά βιώματα ενδιαφέρεται πολύ"

το τέλος ενός υπηρεσιακού ταξιδιού, χάινριχ μπελ, 1966