Ο ρόλος του Γκοντάρ, ΚΔ τχ. #10
Από
την αγγλική μετάφραση του Ken Knabb (ελαφρώς
τροποποιημένη από την εκδοχή της
Ανθολογίας της Καταστασιακής Διεθνούς).
Στον
κινηματογράφο ο Γκοντάρ αντιπροσωπεύει
την τυπική ψευδοελευθερία και την
ψευδοκριτική στους τρόπους και τις αξίες – τις δυο αδιαχώριστες εκδηλώσεις κάθε
ψεύτικης, ενσωματωμένης σύγχρονης
τέχνης. Όλοι κάνουν το παν για να τον
παρουσιάσουν σαν παρεξηγημένο καλλιτέχνη που δεν τυγχάνει της εκτίμησης που του αρμόζει, συγκλονιστικά
τολμηρό και άδικα απεχθανόμενο·
και όλοι τον εγκωμιάζουν, από το περιοδικό
Elle
μέχρι
τον Αραγκόν-τον-Γηραλαίο1.
Παρά
το γεγονός πως απουσιάζει κάποια πραγματική κριτική στον Γκοντάρ, βλέπουμε να αναπτύσσεται
μια ορισμένου τύπου αναλογία ως προς τη
διάσημη θεωρία της αύξησης των αντιστάσεων
στα σοσιαλιστικά καθεστώτα: όσο
περισσότερο εξυμνείται ο Γκοντάρ ως
εξαίσιος ηγέτης της σύγχρονης τέχνης,
τόσο περισσότεροι άνθρωποι σπεύδουν
να τον υπερασπιστούν από απίστευτες συνωμοσίες. Οι επαναλήψεις των ίδιων
αδέξιων ηλιθιοτήτων στις ταινίες του
θεωρούνται αυτόματα συναρπαστικές
καινοτομίες. Υπερβαίνουν κάθε
προσπάθεια ερμηνείας·
οι θαυμαστές του τις καταναλώνουν τόσο
μπερδεμένοι και αφηρημένοι όσο κι ο
Γκοντάρ όταν τις παρήγαγε, επειδή αναγνωρίζουν
σ' αυτές τη διαρκή έκφραση μιας
υποκειμενικότητας. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά
πρόκειται για μια υποκειμενικότητα που βρίσκεται στο
επίπεδο ενός υπαλλήλου διαπαιδαγωγημένου
από τα μας-μίντια. Οι “κριτικές” στον
Γκοντάρ δεν ξεπερνούν ποτέ το άκακο χιούμορ που είναι χαρακτηριστικό στα
κόμικ των νυχτερινών μαγαζιών και στο
περιοδικό Mad.
Η
περήφανη κουλτούρα του είναι εν πολλοίς
ίδια με αυτή του κοινού του, το οποίο
έχει διαβάσει ακριβώς τις ίδιες σελίδες
στις ίδιες εκδόσεις των περιπτέρων. Οι
δυο πιο διάσημοι στίχοι από το πιο
πολυδιαβασμένο ποίημα του πιο
υπερεκτιμημένου Ισπανού ποιητή (“Αχ
τι φοβερές εκείνες οι πέντε το απόγευμα
– το αίμα δεν θέλω να το δω” στο Pierrot
le Fou) αυτό
είναι το κλειδί της μεθόδου του Γκοντάρ.
Ο πιο διάσημος αποστάτης της σύγχρονης
τέχνης, ο Αραγκόν, στο Lettres
Françaises (9
Σεπτεμβρίου 1965), απέδωσε ένα φόρο τιμής
στον νεαρότερο συνάδελφό του, ο οποίος,
προερχόμενος από έναν τέτοιο ειδικό,
ταιριάζει γάντι: Η τέχνη σήμερα
είναι ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ... υπεράνθρωπης
ομορφιάς... διαρκούς εξαίσιας ομορφιάς...
Δεν υπάρχει πρόδρομος του Γκοντάρ εκτός
από τον Λοτρεαμόν... Αυτό το ιδιοφυές
παιδί.” Ούτε ο αγαθότερος των αγαθών δε μπορεί
να ξεγελαστεί έτσι απλά, μετά από μια
τέτοια μαρτυρία από μια τέτοια πηγή.
Ο
Γκοντάρ είναι Ελβετός από τη Λοζάννη
που φθονούσε το στυλ των Ελβετών της
Γενέβης, κι έπειτα το στυλ των Ηλυσίων
Πεδίων, και η επιτυχημένη άνοδός του
από τις επαρχίες είναι άκρως παραδειγματική,
σε μια περίοδο που το σύστημα παλεύει
να εισάγει τόσο πολλούς “πολιτισμικά
αποστερημένους” ανθρώπους σε μια καθωσπρέπει κατανάλωση κουλτούρας -
ακόμα και “avant-garde”
κουλτούρας,
αν δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δεν αναφερόμαστε
εδώ στην απολύτως κομφορμιστική
εκμετάλλευση οποιασδήποτε τέχνης
ομολογεί πως είναι καινοτόμα και κριτική.
Καταδεικνύουμε την ευθέως κομφορμιστική
χρήση του κινηματογράφου από τον Γκοντάρ.
Βεβαίως, οι ταινίες, όπως τα τραγούδια,
έχουν ενδογενείς δυνάμεις διαμόρφωσης
του θεατή: ομορφιές, αν προτιμάτε, που
είναι στη διάθεση εκείνων που επί του
παρόντος έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν
τους εαυτούς τους. Ως ένα σημείο τέτοιοι
άνθρωποι κάνουν μια σχετικά έξυπνη
χρήση αυτών των δυνάμεων. Αλλά είναι
σημείο των γενικών συνθηκών του καιρού
μας το ότι η εξυπνάδα τους είναι τόσο
περιορισμένη, και το ότι το εύρος των σχέσεων τους με τους κυρίαρχους τρόπους ζωής
γρήγορα αποκαλύπτει τα απογοητευτικά
όρια των εγχειρημάτων τους. Ο Γκοντάρ
είναι για τον κινηματογράφο ότι ο Λεφέβρ
ή ο Μορέν για την κοινωνική κριτική: ο
καθένας τους κατέχει το φαίνεσθαι μιας
κάποιας ελευθερίας στο στυλ ή στο θέμα
(στην περίπτωση του Γκοντάρ, έναν σχετικά
ελεύθερο τρόπο συγκριτικά με τις
μπαγιάτικες συνταγές της κινηματογραφικής
αφήγησης). Αλλά έχουν πάρει αυτήν την
ελευθερία από κάπου αλλού: απ' ότι
μπόρεσαν να αδράξουν από τις προχωρημένες
εμπειρίες της εποχής. Αποτελούν το Club
Med της σύγχρονης
σκέψης (βλ. σε αυτό το τεύχος “Το
Περιτύλιγμα του “Ελεύθερου Χρόνου”
”). Χρησιμοποιούν μια καρικατούρα
ελευθερίας, σαν εμπορεύσιμη σαβούρα,
στη θέση του αυθεντικού. Αυτό γίνεται
σε όλα τα πεδία, συμπεριλαμβανομένου
κι αυτού της τυπικής καλλιτεχνικής
ελευθερίας της έκφρασης, το οποίο είναι
απλώς ένα τμήμα του γενικότερου
προβλήματος της ψευδοεπικοινωνίας. Η
“κριτική” τέχνη του Γκοντάρ και οι
κριτικοί τέχνης που τον θαυμάζουν, όλοι τους δουλεύουν για να συγκαλύψουν τα
τρέχοντα προβλήματα μιας κριτικής στην
τέχνη - την αληθινή εμπειρία μιας “επικοινωνίας που εμπεριέχει την ίδια της την κριτική”, σύμφωνα με
μία φράση της ΚΔ.
Σε τελική ανάλυση η τρέχουσα λειτουργία
του Γκονταρισμού είναι να εμποδίσει
μια καταστασιακή χρήση του κινηματογράφου.
Ο
Αραγκόν ανέπτυξε για κάποιο διάστημα
τη θεωρία του για το κολάζ στη
σύγχρονη τέχνη μέχρι και τον Γκοντάρ. Αυτό
δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια
να ερμηνευθεί η μεταστροφή με τρόπο
τέτοιο ώστε να επέλθει η διάβρωσή της
από τον κυρίαρχο πολιτισμό. Θέτοντας
τα θεμέλια για μια Τολιάτικη2
παραλλαγή Γαλλικού Σταλινισμού, οι
Γκαροντί και Αραγκόν στήνουν έναν “εντελώς
ανοικτό” καλλιτεχνικό μοντερνισμό,
ακριβώς την ίδια στιγμή κατά την οποία
μετακινούνται “από το ανάθεμα στο
διάλογο” με τους παπάδες. Ο Γκοντάρ θα
μπορούσε να γίνει ο καλλιτεχνικός τους
Τεϊλαρισμός3.
Πράγματι το κολάζ, που έγινε διάσημο από
τον κυβισμό κατά τη διάλυση των πλαστικών
τεχνών, είναι μόνο μια συγκεκριμένη
περίπτωση (μια καταστροφική στιγμή) της
μεταστροφής: είναι μετάθεση, η απιστία
του στοιχείου. Η μεταστροφή, που την
επεξεργάστηκε αρχικά ο Λοτρεαμόν,
αποτελεί επιστροφή σε μια ανώτερη
αφοσίωση στο στοιχείο. Εν πάσει περιπτώσει,
η μεταστροφή κυριαρχείται από τη
διαλεκτική αποαξιολόγηση-επαναξιολόγηση
του στοιχείου εντός της ανάπτυξης ενός
ενοποιημένου νοήματος. Όμως το κολάζ
του απλώς απαξιωμένου στοιχείου έχει
χρησιμοποιηθεί ευρέως, πολύ πριν να
αποτελέσει δόγμα της Ποπ Αρτ, στον μοντέρνο
σνομπισμό του μετατεθιμένου αντικειμένου
(δημιουργία δοχείου μπαχαρικών από
φιάλη χημείας, κ.τ.λ.)
Αυτή
η αποδοχή της απαξίωσης επεκτείνεται
τώρα σε μια μέθοδο συνδυασμού ουδέτερων
στοιχείων που μπορούν να υποκαθιστούν το ένα το άλλο επ' άπειρον. Ο Γκοντάρ
είναι ένα ιδιαίτερα βαρετό παράδειγμα
μια τέτοιας χρήσης χωρίς άρνηση, χωρίς
κατάφαση και χωρίς ποιότητα.
1Αραγκόν-ο-Γηραλαίος: δημοφιλής χαρακτηρισμός για το σουρεαλιστή Λουί Αραγκόν μετά που έγινε Σταλινικός. Κατά τις σουρεαλιστικές του ημέρες είχε κάνει κάποτε μια περιφρονητική αναφορά στη “Μόσχα-τη-Γηραλαία”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου