LA FIN DU VOYAGE
Στὸν Jules Supervielle
Στὸν Guillaume Apollinaire
Στὸν Blaise Cendrars
Στὸν
Γιάννη Ρίτσο
Στὸν
Ἄνθιμο Χατζηανθίμου
Στὸν
Κλεῖτο Κύρου
Στὴν
Ἑλένη Βακαλό
«Τὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ μοιάζει
πάντοτε μὲ προδοσία…».
Μοιάζει μὲ τὶς φυλακισμένες ἀναμνήσεις
μας στὰ κιγκλιδώματα τῶν ὀνείρων
Ποὺ ξεχύνονται μιὰ στιγμὴ στὸ
φῶς κὶ ὕστερα ἐπιστρέφουνε μὲ μάτια θολὰ
Ἀπὸ παράξενες εἰκόνες χαμένες
στοὺς διαδρόμους τοῦ χρόνου
–Φωτισμένες ξαφνικὰ ἀπὸ τοὺς
περαστικοὺς προβολείς μακρινῶν πλοίων–
Ἐμεῖς ἀγαπούσαμε, καταργώντας
τὰ σὺν καὶ τὰ πλην, και μένοντας πάντα χρεῶστες
Ξαπλώναμε στὴν ἀμμουδιὰ τῆς
Ἀρετσοῦς ἢ στὰ παγκάκια τοῦ Διοικητηρίου
Σφυρίζαμε τὴ νύχτα στοὺς
ἔρημους δρόμους καὶ γράφαμε συνθήματα ἐρωτικὰ
Στοὺς γκρίζους τοίχους ἀνάμεσα
στὶς διαφημίσεις καὶ τὰ σφυροδρέπανα.
Τὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ μοιάζει
πάντοτε μὲ προδοσία
Τὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ χωρὶς
περιττὲς χειρονομίες ἢ ἐκνευριστικοὺς ἐνδοιασμοὺς
Τὸ τέλος κάθε ταξιδιοῦ –ἡ
ἀφορμὴ τῶν παραισθήσεων.
Τὰ σκέφτεσαι ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν ἁπλούστερο
τρόπο
Οἱ ὧρες, σὰν τὶς χάνδρες
–θυμήσου– κομπολογιῶν τοῦ σεμινάριου
Αὐτοχτονοῦν στὸ ἀγκομαχητὸ τῶν
τροχῶν
Ἀκόμα ὀχτώ, ἀκόμα ἕξι, κι ὕστερα
φτάνουμε στὸ τέρμα (σὲ ποιό τέρμα;)
Κι ἐσὺ ξαπλωμένος στὴν ψηλότερη
κουκέτα, κλίνη 21, ἀρ. 8
Βλέπεις ἀφηρημένα τὴν καράφα μὲ
τὸ χλιαρὸ νερό, τὸ κρεμαστάρι,
Καπνίζεις ἀμέριμνος, δὲν ὑπάρχει
κανεὶς νὰ τὸν πειράξει ὁ καπνὸς
Σβήνεις τὸ φῶς καὶ πίσω ἀπὸ τ’ ἀχνισμένο
τζάμι
Βλέπεις τὰ χιονισμένα τοπία νὰ
περνοῦν γραμμὴ Λάρισα-Βλαδιβοστόκ.
Θέ μου, πῶς ἄντεξες μιὰν ὁλόκληρη
βραδιὰ μὲ δυὸ χοντροὺς καὶ φλύαρους συνταξιδιῶτες
Μιλοῦνε γιὰ τὴν οἰκονομικὴ
κρίση σὰ γιὰ μιὰ γριὰ ἐρωμένη ποὺ ἀγκιστρώθηκε ἐφιαλτικὰ στὴ ζωή τους
Σταρέμποροι, σταφιδέμποροι,
ζωέμποροι, ὑπολογίζουν θετικὰ στὴν πανήγυρι τῶν Τρικάλων
Αὔριο θὰ βρίσκονται στὴ Ζαγορά,
ἀντιμεθαύριο στὸ Ροσινιὸλ πίνοντας πίπερμαν μὲ σκορδαλιά.
Καὶ ἡ Μαρίνα ὅσο πάει καὶ
ξεμακραίνει, κι ἄλλο χιλιόμετρο σὲ λίγο κι ἄλλο, κι ἄλλο…
«Ἄλλαξα λίγο, δὲ βρίσκεις;» (Ἐγὼ
βρῆκα τὸν ἀληθινό μου προορισμό: νὰ μὴν ἀλλάζω).
Ὡραία, μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ὀμορφιᾶς
ποὺ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀλλάξει
Οὔτε τὰ κακοχτενισμένα μαλλιά,
τ’ ἀπεριποίητα χέρια,
Οἱ πατημένες παντόφλες μέσα στὸ
σπίτι, ἡ ἀσιδέρωτη φούστα
Ὡραία, μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀμετάβλητης
τελειότητας
(Ὑστερα εἶναι καὶ τὸ παιδί… Θέλει νὰ φάει, νὰ
γκρινιάσει καὶ τόσα ἄλλα ἀκατονόμαστα…)
Στὸ βάθος μιὰ ὑπεροψία, μιὰ ἀποκλειστικότητα,
σὰ σῆμα, στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἀξιῶν, κατατεθέν,
Κι ἐσὺ ἀναρωτιέσαι πόσους σταθμούς,
πόσα χιλιόμετρα θέλουμε ἀκόμη
Ἴσως περάσουν πάλι πέντε χρόνια
–ναί, ναί, ἀκριβῶς– γιὰ νὰ ξαναγυρίσεις
Ἀπρόσμενα, βίαια, ξαφνικά, κι ἔτσι
θὰ φύγεις πάλι
Χωρὶς περιττὲς χειςρονομίες,
συμβατικοὺς ἐνδοιασμούς, παλινωδίες,
Καὶ θὰ ρωτάει πάλι νὰ μάθει:
«ποὺ βρίσκεσαι» –συνήθεια, μιὰ κάποια δόση
τρυφερότητας ἢ ἀνία–
«Πῶς πᾶς», «τί κάνεις» ἢ «τί
γράφεις» ἢ «θέλεις ἀκόμα λίγη ζάχαρη στὸν καφέ σου;».
Τρέχει τὸ τραῖνο –ποῦ καὶ γιατί
καὶ τί σὲ νοιάζει–
Σ’ ἐνοχλεῖ τὸ χαμόγελο τοῦ ἐλεγκτῆ
ποὺ τρυπᾶ μὲ τόση ἄνεση τὸ εἰσιτήριό σου
Σ’ ἐκνευρίζουν οἰ κοσμικὲς
κυρίες ποὺ σχολιάζουν μὲ ἐμβρίθεια τοὺς πίνακες τοῦ Ἐγγονόπουλου
Σὲ πλήττει ἡ ἐπιμονὴ τῆς
Φιφίκας ποὺ σοῦ στέλνει κάθε δυὸ μέρες ἀπελπισμένα χειρόγραφα
(Θέ μου, ξυρίζει κόντρα τὶς
τρίχες της κι ὕστερα διαβάζει Νερούντα σὲ μετάφραση Κλείτου Κύρου
«Δὲ μ’ ἀγαπᾶς γιὰ τὴν ψυχή
μου», λέει, κλαψουρίζοντας, «παρὰ γι’ αὐτό», καὶ μοῦ δείχνει…)
Κουράστηκες νὰ μελετᾶς τὶς
παρενέργειες τῆς ὑδροχλωρικῆς λοβελίνης στὴ φυματιώδη μηνιγγίτιδα
Σιχάθηκες τ’ ἀνοιγμένα σκέλη καὶ
τὸν ἐμβρυουλκὸ στὰ βρωμερὰ κρεβάτια τοῦ Δημοσίου Μαιευτηρίου.
Ταξίδεψες, ταξίδεψες, χωρὶς
σκοπό, στὴν κλίνη 21, στὸ τρὰμ 3 Κολιάτσου-Κουκάκι, στὸ τμῆμα Μεταγωγῶν τῆς ὁδοῦ
Φιλίππου, στὸ σπίτι τῆς μαντὰμ Κλάρας Καμχὴ κάθε Δευτέρα στὶς 9.
Ταξίδεψες, θρυμματίζοντας τὶς ἀναμνήσεις
σου ἀπὸ μιὰν ἐφιαλτικὴ Πολιτεία, στὴν Πλατεία Ἀμερικῆς καὶ στὸ καφενεῖο τῶν
Ναυτικῶν.
Ταξίδεψες τυραννώντας τὸν ἑαυτὸ
σου γιἀ κάθε νοσηρὴ περίπτωση
Γιὰ τὶς ἀπόψεις τοῦ Μισούριν πάνω
στὴν κληρονομικότητα
Γιὰ τὶς καινούριες θέσεις τοῦ
Πιβὲρ στὸ Ἕκτο Συνέδριο
Γιὰ τὴν ἀπαίσια συμπεριφορὰ τῆς
Ἐδουάρδας στὸν ὑπολοχαγὸ Γκλὰν
Γιὰ ὅ,τι χαμένο, ψάχνοντας δὲν
μπόρεσες νὰ ξαναβρεῖς.
Γιὰ ἕνα γράμμα τῆς Μαρίνας ποὺ
δὲν ἔφτασε ποτὲ στὸν προορισμό του.
[το ποίημα από πάνω ^ είναι του ποιητή Μανούσου Φάσση, η ζωγραφιά από κάτω > είναι του ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη και λέγεται "Κόκκινες βαλίτσες", 1973]