«Αλλά», είπε ο Κουτύρ, «έτσι γίνονται αυτές οι δουλειές. Δεν είναι
λίγοι οι νόμιμοι τραπεζίτες που έπεισαν, με την έγκριση μια νόμιμης
κυβέρνησης, και τους πιο πονηρούς χρηματιστές να αγοράσουν τίτλους οι οποίοι,
σε μια δεδομένη στιγμή, θα υποτιμούνταν. Έχετε δει καλύτερη κίνηση απ’ αυτήν;
Μήπως δεν έχουν εκδοθεί, πάντα με τις ευχές και την υποστήριξη των κυβερνήσεων,
αξίες για να πληρωθούν οι τόκοι ορισμένων τίτλων, προκειμένου να κρατηθούν οι
τιμές και να μπορέσουν να τους ξεφορτωθούν αυτοί που τους έχουν; Τέτοιες
διαδικασίες εμφανίζουν αρκετές αναλογίες με την πτώχευση αλά Νυσενζέν».
«Σε μικρή κλίμακα», είπε ο Μπλοντέ, «κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί
εξαίρεση∙ σε μεγάλη
κλίμακα όμως είναι υψηλή χρηματηστηριακή τέχνη. Υπάρχουν αυθαίρετες ενέργειες
που είναι εγκληματικές όταν απευθύνονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, και οι
οποίες δεν έχουν κανένα αντίκτυπο όταν επεκτείνονται σ’ένα οποιοδήποτε πλήθος –
σαν μια σταγόνα πρωσικού οξέος που γίνεται ακίνδυνη μέσα σ’έναν κάδο με νερό.
Σκοτώνεις έναν άνθρωπο, σε πάνε στη λαιμητόμο. Σκοτώνεις πεντακόσιους
ανθρώπους, αλλά με τις πλάτες μιας, δεν έχει σημασία ποιας, κυβέρνησης και όλοι
σέβονται το πολιτικό έγκλημα. Παίρνεις πέντε χιλιάδες φράγκα από το σεκρετέρ
μου, σε στέλνουν στο κάτεργο. Βάζοντας όμως επιδέξια στο στόμα χίλιων
χρηματιστών την πικάντικη λιχουδιά ενός μελλοντικού κέρδους, τους αναγκάζεις να
πάρουν τους τίτλους κι εγώ δεν ξέρω ποιας δημοκρατίας ή μοναρχίας σε
χρεοκοπία, τίτλους που έχουν εκδοθεί, όπως λέει ο Κουτύρ, για να πληρωθούν οι
ίδιοι τους οι τόκοι, και κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί. Ιδού οι πραγματικές
αρχές της εποχής στην οποία ζούμε!»
O Οίκος Νυσενζέν, 1837