Περπατούσα στην Ερμού στις 6 και μισή το απόγευμα. Ήταν όλα
ίδια, ή σχεδόν ίδια. Κάποια μαγαζιά είχαν κλείσει(πόσο κλισε?)κάποια άλλα είχαν
ανοίξει, κόσμος πηγαινοερχόταν και μηχανάκια έκαναν όπως πάντα υπερβολική
φασαρία. Είχε πολύ καλό καιρό και θυμήθηκα τις μέρες που έμενα ακόμα εκεί, τότε
που το πάω να μείνω στα εξωτερικά ήταν ένα ακόμα σχέδιο για το μέλλον, που κατά
πάσα πιθανότητα θα έμενε και αυτό ανεκπλήρωτο όπως τόσα άλλα πριν από αυτό.
Κατέβηκα στη προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά
για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από τη κωλοκαθίστρα τόσες ώρες, αποτέλεσμα
διαβάσματος και γραψίματος …εντάξει και τηλεθέασης (ή θέασης-δεν ξέρω ποιο
είναι το σωστό) άπειρων αμερικάνικων σειρών. Κοντοστάθηκα και είδα ότι υπήρχε
ένα καινούργιο καφενείο, πλησίασα και είδα το Κώστα. Δεν με γνώρισε στην αρχή,
αλλά με το που έβγαλα τα γυαλιά μου με κατάλαβε και αρχίσαμε να μιλάμε για το
τι κάνουμε τα τελευταία δύο χρόνια που λείπω από το νησί. Ο Κώστας με κάποιους άλλους
συντρόφους είχαν αποφασίσει να ανοίξουν ένα καφενείο. Μία από αυτούς ήταν και η
Μάρθα, από τις πρώτες γνωριμίες μου στο νησί. Δεν ταιριάξαμε ιδιαίτερα αλλά
βλεπόμασταν τρεις φορές την εβδομάδα στα μαθήματα και ως είθισται πίναμε και
καμιά μπύρα μετά. Η Μάρθα έκατσε μαζί μου για λίγο, αφού έβαλε το κοκκινιστό
στο φούρνο και ετοίμασε το μαγαζί για το βράδυ. «Δεν γινόταν αλλιώς/ Πολύ
διάβασμα μου έτρωγε πολύ χρόνο, αναγκαστικά τα παράτησα. Βάλε και ότι δεν είχα
μία και δουλειά δεν έβρισκα, οπότε όταν μου έκαναν την πρόταση να συμμετάσχω
και εγώ σ’ αυτή τη φάση είπα ναι. Είναι δύσκολα, δεν περίμενα να έχει τόση
δουλειά, αλλά αποδίδει. Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον έκανα σωστή επιλογή. Να
παρατήσω το μεταπτυχιακό και να έχω δουλειά.»
Αργότερα συναντήθηκα με ένα φίλο από τα παλιά, από τα πιο
παλιά και ήπιαμε ένα ουζάκι και φάγαμε και ένα σκουμπρί καπνιστό στο Σ.Ε.Α.Λ.
Είχα φουλ πρόγραμμα εκείνες τις μέρες. Βόλτες ουζάκια, θάλασσα, και ξεγνοιασιά.
Όχι άγχος, όχι σκουπίδια όχι πλαστικά… Όσο ζούσα στο νησί ήθελα να φύγω. Θες
που ήμουν μόνη μου, θες που ένιωθα ότι με έχουν εγκαταλείψει, θες που δυσκολεύτηκα
με τη γνώση, θες που εδώ εμφανίστηκαν τα περίεργα συμπτώματα, ήθελα να φύγω και
να μην ξαναγυρίσω ποτέ.
Το επόμενο βράδυ μετά την ορκωμοσία, συνάντησα στο δρόμο τον
Αντώνη. Παιδί απ’ τα λίγα. Πάντα κεφάτος, πάντα με τα αστεία του. Σαλονικιός,
αλλά και πιστός στο νησί. Λίγες φορές είχε φύγει. Θυμάμαι είχε πάει στην Αίγυπτο
ταξίδι και τον έχασα για λίγο καιρό. Όταν επέστρεψε μου είπε ότι «εγκλωβίστηκε»
στην Αίγυπτο λόγω της εξέγερσης και είπε να μείνει λίγο παραπάνω. «Η φάση με το
407/80 δεν τσουλάει. Θα φύγω και εγώ. Βρήκα κάτι ερευνητικά για κανα
χρόνο και βλέπουμε.» Μας έπιασε μία περίεργη νοσταλγία και τότε
συνειδητοποιήσαμε πόσα πράγματα έχουν αλλάξει. «Αυτό ήταν. Φεύγω και εγώ» μου
είπε. «It’s the end of an era» του είπα.
Αποχαιρετιστήκαμε γνωρίζοντας ότι δεν θα ξαναειδωθούμε.
Αυτή τη φορά πέρασα καλά. Πολύ καλά. Δεν ήθελα να φύγω καλά.
Σκεφτόμουν ότι μπορώ απλά να χάσω το αεροπλάνο της επιστροφής. Όσα σκεφτόμουν
για το νησί μπορεί και να άλλαξαν. Η μικρή πόλη μου ταιριάζει καλύτερα. Θα έρθω
να μείνω εδώ. (‘ντάξει το χοντραίνω). Μου πέρασαν όλα αυτά από το μυαλό, όπως και
η συμβουλή «τώρα με αυτό που έχεις πρέπει να είσαι πάντα χαρούμενη». Αφού είμαι
καλά εδώ, εδώ θα μείνω.
Είχα ανάμεικτα συναισθήματα το πρωί στο αεροδρόμιο. Έφευγα
αλλά ήθελα να μείνω. Ίσως όχι τόσο στο νησί, αλλά εδώ που έχω γνωστούς και
φίλους γενικότερα. Που λέμε αστεία και γελάμε και κάνουμε βόλτες και συζητάμε
ατελείωτες ώρες. Ποτέ δεν υπήρξα αυθόρμητος τύπος. Έχω δουλειές στο Λονδίνο.
Πρέπει να πάω στο μουσείο, έχει βγει το πρόγραμμα. Πρέπει να στείλω βιογραφικά…
Σιγά μη δεν έφευγα…
Φτάνω στο σπίτι και δείχνω το πτυχίο στον Τάκη. Του λέω ότι
επιτέλους τελείωσα με τη μαλακία (όρος που χρησιμοποιούσα για να χαρακτηρίσω τις
σπουδές μου. Η επιλογή της λέξης έγινε για συγκεκριμένους λόγους που θα αναλύσω
σε μελλοντικό post).
Διαβάζει προσεκτικά το πτυχίο και είδε ότι είχε ένα λάθος στο όνομα.
Εκνευρισμένη που προφανώς δεν έχει τελειώσει αυτή η ιστορία, σκέφτομαι μήπως
μου πουν ότι πρέπει να ξαναπάω για να μου κάνουν τη διόρθωση και χαμογελάω.
Στην Δ.